λειαντικός

λειαντικός
η , ό[ν] шлифовальный, полировальный; наждачный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λειαντικός" в других словарях:

  • λειαντικός — ή, ό (Α λεαντικός, ή, όν) [λειαίνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λείανση ή ο κατάλληλος να κάνει κάτι λείο (α. «λειαντικά εργαλεία» εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τη λείανση β. «λειαντικά μέσα» σκληρά και αιχμηρά υλικά που εφαρμόζονται… …   Dictionary of Greek

  • λεαντικός — λεαντικός, ή, όν (Α) βλ. λειαντικός …   Dictionary of Greek

  • σμυριδοτροχός — Εργαλείο κατεργασίας μετάλλων, ξύλων, μάρμαρων, πολύτιμων λίθων, κλπ. για τον τεμαχισμό, άλεσμα, λείανση και ακόνισμά τους. Ο συνηθισμένος τύπος του είναι ένας δίσκος κυλινδρικού ή κωνικού σχήματος, κατασκευασμένος από κόκκους πολύ σκληρών υλικών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»